- ἀγλαόχαρτος
- ἀγλαό-χαρτος, Νιρεύς, hocherfreut
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αγλαόχαρτος — ἀγλαόχαρτος, ον (Α) αυτός που χαίρεται με τη λαμπρότητα, την ομορφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + χαίρω] … Dictionary of Greek